κρυστάλλινος

κρυστάλλινος
-η, -ο (AM κρυστάλλινος, -ίνη, -ον)
αυτός που αποτελείται ή είναι φτιαγμένος από κρύσταλλο (α. «κρυστάλλινο ποτήρι» β. «κύλικα κρυσταλλίνην», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
φρ. «κρυστάλλινος φακός» — κρυσταλλοειδής φακός
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο, κρυσταλλένιος
2. διαφανής, διαυγής («έχει κρυστάλλινη σκέψη»)
αρχ.
παγετώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + κατάλ. -ινος (πρβλ. γυάλ-ινος, ξύλ-ινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρυστάλλινος — icy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλινος — η, ο αυτός που αποτελείται από κρύσταλλο, ο κρουσταλλένιος, ο όμοιος με κρύσταλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυσταλλίνων — κρυστάλλινος icy fem gen pl κρυστάλλινος icy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλινον — κρυστάλλινος icy masc acc sg κρυστάλλινος icy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλίνην — κρυστάλλινος icy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλίνου — κρυστάλλινος icy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλίνῳ — κρυστάλλινος icy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλινα — κρυστάλλινος icy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλιναι — κρυστάλλινος icy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλινοι — κρυστάλλινος icy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”